- υπέκκειμαι
- Α1. (για πρόσ.) βρίσκομαι σε τόπο ασφαλή, εκτός κινδύνου2. (για πράγμ.) έχω μεταφερθεί και τοποθετηθεί κάπου για φύλαξη («καὶ ὅσα ὑπεξέκειτο αὐτόθι τῶν Κλαζομενίων», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἔκκειμαι «βρίσκομαι έξω»].
Dictionary of Greek. 2013.